σφαχτάρι

σφαχτάρι
το, Ν
1. σφάγιο, σφαχτό
2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαχτός, -ό + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτ-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφαχτάρι — το σφαχτό, ζώο σφαγμένο ή που προορίζεται για σφαγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακέλλεμα — το (Μ μακέλλεμα) [μακελλεύω] σφαγή νεοελλ. εκτεταμένος και βαρύς τραυματισμός, κόψιμο σε διάφορα σημεία, κυρίως με μαχαίρι μσν. σφαγμένο ζώο, σφαχτάρι που προοριζόταν για φαγητό …   Dictionary of Greek

  • σφαχτός — ή, ό / σφακτός, ή, όν, ΝΑ [σφάζω] αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”